Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
View word page
παρακίναιδος
(sexual insult) low-life

ShortDef

(sexual insult) low-life

Debugging

Headword:
παρακίναιδος
Headword (normalized):
παρακίναιδος
Headword (normalized/stripped):
παρακιναιδος
IDX:
65652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65653
Key:

Data

{'content': '(sexual insult) low-life'}