Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
View word page
παρακένωσις
evacuation

ShortDef

evacuation

Debugging

Headword:
παρακένωσις
Headword (normalized):
παρακένωσις
Headword (normalized/stripped):
παρακενωσις
IDX:
65649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65650
Key:

Data

{'content': 'evacuation'}