Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
ἄναστρος
ἀναστροφάδην
ἀναστροφή
ἀναστρόφιος
ἀναστρόφισμα
View word page
ἀναστρατοπεδεία
decamping

ShortDef

decamping

Debugging

Headword:
ἀναστρατοπεδεία
Headword (normalized):
ἀναστρατοπεδεία
Headword (normalized/stripped):
αναστρατοπεδεια
IDX:
6564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6565
Key:

Data

{'content': 'decamping'}