Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
View word page
παρακεντητικός
of tapping

ShortDef

of tapping

Debugging

Headword:
παρακεντητικός
Headword (normalized):
παρακεντητικός
Headword (normalized/stripped):
παρακεντητικος
IDX:
65648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65649
Key:

Data

{'content': 'of tapping'}