Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
View word page
παρακεντητής
one who taps

ShortDef

one who taps

Debugging

Headword:
παρακεντητής
Headword (normalized):
παρακεντητής
Headword (normalized/stripped):
παρακεντητης
IDX:
65647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65648
Key:

Data

{'content': 'one who taps'}