Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
View word page
παρακέντημα
embroidery

ShortDef

embroidery

Debugging

Headword:
παρακέντημα
Headword (normalized):
παρακέντημα
Headword (normalized/stripped):
παρακεντημα
IDX:
65644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65645
Key:

Data

{'content': 'embroidery'}