Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
View word page
παρακεντέω
pierce
ShortDef
pierce
Debugging
Headword:
παρακεντέω
Headword (normalized):
παρακεντέω
Headword (normalized/stripped):
παρακεντεω
IDX:
65643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65644
Key:
Data
{'content': 'pierce'}