Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
View word page
παρακενόω
empty beside
ShortDef
empty beside
Debugging
Headword:
παρακενόω
Headword (normalized):
παρακενόω
Headword (normalized/stripped):
παρακενοω
IDX:
65642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65643
Key:
Data
{'content': 'empty beside'}