Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
View word page
παρακέλομαι
call upon

ShortDef

call upon

Debugging

Headword:
παρακέλομαι
Headword (normalized):
παρακέλομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακελομαι
IDX:
65641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65642
Key:

Data

{'content': 'call upon'}