Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
View word page
παρακελητίζω
to ride by

ShortDef

to ride by

Debugging

Headword:
παρακελητίζω
Headword (normalized):
παρακελητίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακελητιζω
IDX:
65640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65641
Key:

Data

{'content': 'to ride by'}