Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
View word page
παρακελευστός
summoned
ShortDef
summoned
Debugging
Headword:
παρακελευστός
Headword (normalized):
παρακελευστός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστος
IDX:
65639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65640
Key:
Data
{'content': 'summoned'}