Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
ἄναστρος
ἀναστροφάδην
ἀναστροφή
ἀναστρόφιος
View word page
ἀναστρατεύω
enlist again
ShortDef
enlist again
Debugging
Headword:
ἀναστρατεύω
Headword (normalized):
ἀναστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
αναστρατευω
IDX:
6563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6564
Key:
Data
{'content': 'enlist again'}