Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
View word page
παρακελευστικός
calling out to, cheering on
ShortDef
calling out to, cheering on
Debugging
Headword:
παρακελευστικός
Headword (normalized):
παρακελευστικός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστικος
IDX:
65638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65639
Key:
Data
{'content': 'calling out to, cheering on'}