Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
View word page
παρακελευσματικός
hortatory
ShortDef
hortatory
Debugging
Headword:
παρακελευσματικός
Headword (normalized):
παρακελευσματικός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευσματικος
IDX:
65634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65635
Key:
Data
{'content': 'hortatory'}