Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
View word page
παρακέλευσις
a calling out to, cheering on, exhorting, addressing

ShortDef

a calling out to, cheering on, exhorting, addressing

Debugging

Headword:
παρακέλευσις
Headword (normalized):
παρακέλευσις
Headword (normalized/stripped):
παρακελευσις
IDX:
65633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65634
Key:

Data

{'content': 'a calling out to, cheering on, exhorting, addressing'}