Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
View word page
παρακελεύομαι
to order
ShortDef
to order
Debugging
Headword:
παρακελεύομαι
Headword (normalized):
παρακελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακελευομαι
IDX:
65632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65633
Key:
Data
{'content': 'to order'}