Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
View word page
παρακέλευμα
an exhortation, cheering address
ShortDef
an exhortation, cheering address
Debugging
Headword:
παρακέλευμα
Headword (normalized):
παρακέλευμα
Headword (normalized/stripped):
παρακελευμα
IDX:
65631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65632
Key:
Data
{'content': 'an exhortation, cheering address'}