Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
View word page
παρακεκομμένως
briefly
ShortDef
briefly
Debugging
Headword:
παρακεκομμένως
Headword (normalized):
παρακεκομμένως
Headword (normalized/stripped):
παρακεκομμενως
IDX:
65630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65631
Key:
Data
{'content': 'briefly'}