Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
View word page
παρακεκινδυνευμένως
in a bold dashing style

ShortDef

in a bold dashing style

Debugging

Headword:
παρακεκινδυνευμένως
Headword (normalized):
παρακεκινδυνευμένως
Headword (normalized/stripped):
παρακεκινδυνευμενως
IDX:
65629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65630
Key:

Data

{'content': 'in a bold dashing style'}