Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
ἄναστρος
ἀναστροφάδην
ἀναστροφή
View word page
ἀναστράπτω
lighten
ShortDef
lighten
Debugging
Headword:
ἀναστράπτω
Headword (normalized):
ἀναστράπτω
Headword (normalized/stripped):
αναστραπτω
IDX:
6562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6563
Key:
Data
{'content': 'lighten'}