Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
View word page
παρακεκαλυμμένως
concealedly

ShortDef

concealedly

Debugging

Headword:
παρακεκαλυμμένως
Headword (normalized):
παρακεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
παρακεκαλυμμενως
IDX:
65628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65629
Key:

Data

{'content': 'concealedly'}