Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
View word page
παράκειμαι
to lie beside

ShortDef

to lie beside

Debugging

Headword:
παράκειμαι
Headword (normalized):
παράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
παρακειμαι
IDX:
65626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65627
Key:

Data

{'content': 'to lie beside'}