Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
View word page
παρακαττύω
to sew on beside, patch up

ShortDef

to sew on beside, patch up

Debugging

Headword:
παρακαττύω
Headword (normalized):
παρακαττύω
Headword (normalized/stripped):
παρακαττυω
IDX:
65622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65623
Key:

Data

{'content': 'to sew on beside, patch up'}