Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
View word page
παρακατορύσσω
bury
ShortDef
bury
Debugging
Headword:
παρακατορύσσω
Headword (normalized):
παρακατορύσσω
Headword (normalized/stripped):
παρακατορυσσω
IDX:
65621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65622
Key:
Data
{'content': 'bury'}