Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκομμένως
View word page
παρακατοικίζω
to make to dwell

ShortDef

to make to dwell

Debugging

Headword:
παρακατοικίζω
Headword (normalized):
παρακατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακατοικιζω
IDX:
65620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65621
Key:

Data

{'content': 'to make to dwell'}