Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
View word page
παρακατέχω
to keep back, restrain, detain

ShortDef

to keep back, restrain, detain

Debugging

Headword:
παρακατέχω
Headword (normalized):
παρακατέχω
Headword (normalized/stripped):
παρακατεχω
IDX:
65619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65620
Key:

Data

{'content': 'to keep back, restrain, detain'}