Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
View word page
παρακαταλέχομαι
lie down beside, lie

ShortDef

lie down beside, lie

Debugging

Headword:
παρακαταλέχομαι
Headword (normalized):
παρακαταλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαταλεχομαι
IDX:
65611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65612
Key:

Data

{'content': 'lie down beside, lie'}