Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατοικίζω
View word page
παρακαταλείπω
to leave with

ShortDef

to leave with

Debugging

Headword:
παρακαταλείπω
Headword (normalized):
παρακαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταλειπω
IDX:
65610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65611
Key:

Data

{'content': 'to leave with'}