Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
View word page
παρακαταλέγομαι
see παρακαταλέχομαι

ShortDef

see παρακαταλέχομαι

Debugging

Headword:
παρακαταλέγομαι
Headword (normalized):
παρακαταλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαταλεγομαι
IDX:
65609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65610
Key:

Data

{'content': 'see παρακαταλέχομαι'}