Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
ἄναστρος
View word page
ἀναστομωτήριος
proper for opening

ShortDef

proper for opening

Debugging

Headword:
ἀναστομωτήριος
Headword (normalized):
ἀναστομωτήριος
Headword (normalized/stripped):
αναστομωτηριος
IDX:
6560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6561
Key:

Data

{'content': 'proper for opening'}