Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
View word page
παρακατακλίνω
to lay down beside, to put to bed with
ShortDef
to lay down beside, to put to bed with
Debugging
Headword:
παρακατακλίνω
Headword (normalized):
παρακατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
παρακατακλινω
IDX:
65608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65609
Key:
Data
{'content': 'to lay down beside, to put to bed with'}