Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
View word page
παρακατάκειμαι
to lie beside

ShortDef

to lie beside

Debugging

Headword:
παρακατάκειμαι
Headword (normalized):
παρακατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
παρακατακειμαι
IDX:
65607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65608
Key:

Data

{'content': 'to lie beside'}