Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
View word page
παρακαταθνῄσκω
to die beside

ShortDef

to die beside

Debugging

Headword:
παρακαταθνῄσκω
Headword (normalized):
παρακαταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθνησκω
IDX:
65606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65607
Key:

Data

{'content': 'to die beside'}