Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
View word page
παρακαταθήκη
a deposit entrusted to one's care
ShortDef
a deposit entrusted to one's care
Debugging
Headword:
παρακαταθήκη
Headword (normalized):
παρακαταθήκη
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθηκη
IDX:
65605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65606
Key:
Data
{'content': "a deposit entrusted to one's care"}