Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατάσχεσις
View word page
παρακαταθετέον
one must entrust

ShortDef

one must entrust

Debugging

Headword:
παρακαταθετέον
Headword (normalized):
παρακαταθετέον
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθετεον
IDX:
65604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65605
Key:

Data

{'content': 'one must entrust'}