Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
View word page
παρακαταθάπτω
bury beside
ShortDef
bury beside
Debugging
Headword:
παρακαταθάπτω
Headword (normalized):
παρακαταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθαπτω
IDX:
65603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65604
Key:
Data
{'content': 'bury beside'}