Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
View word page
παρακαταβολή
money deposited in court

ShortDef

money deposited in court

Debugging

Headword:
παρακαταβολή
Headword (normalized):
παρακαταβολή
Headword (normalized/stripped):
παρακαταβολη
IDX:
65601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65602
Key:

Data

{'content': 'money deposited in court'}