Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέγομαι
View word page
παρακαταβάλλω
to throw down beside

ShortDef

to throw down beside

Debugging

Headword:
παρακαταβάλλω
Headword (normalized):
παρακαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταβαλλω
IDX:
65599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65600
Key:

Data

{'content': 'to throw down beside'}