Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
View word page
ἀναστομωτέον
one must open
ShortDef
one must open
Debugging
Headword:
ἀναστομωτέον
Headword (normalized):
ἀναστομωτέον
Headword (normalized/stripped):
αναστομωτεον
IDX:
6559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6560
Key:
Data
{'content': 'one must open'}