Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
View word page
παρακαταβαίνω
to dismount beside

ShortDef

to dismount beside

Debugging

Headword:
παρακαταβαίνω
Headword (normalized):
παρακαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταβαινω
IDX:
65598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65599
Key:

Data

{'content': 'to dismount beside'}