Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
View word page
παρακανθίζω
to be somewhat prickly

ShortDef

to be somewhat prickly

Debugging

Headword:
παρακανθίζω
Headword (normalized):
παρακανθίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακανθιζω
IDX:
65597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65598
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat prickly'}