Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
View word page
παρακάλυμμα
anything hung up beside

ShortDef

anything hung up beside

Debugging

Headword:
παρακάλυμμα
Headword (normalized):
παρακάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
παρακαλυμμα
IDX:
65593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65594
Key:

Data

{'content': 'anything hung up beside'}