Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταζεύγνυμι
View word page
παρακαλπάζω
run beside a trotting

ShortDef

run beside a trotting

Debugging

Headword:
παρακαλπάζω
Headword (normalized):
παρακαλπάζω
Headword (normalized/stripped):
παρακαλπαζω
IDX:
65592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65593
Key:

Data

{'content': 'run beside a trotting'}