Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
View word page
παρακαλέω
to call to
ShortDef
to call to
Debugging
Headword:
παρακαλέω
Headword (normalized):
παρακαλέω
Headword (normalized/stripped):
παρακαλεω
IDX:
65591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65592
Key:
Data
{'content': 'to call to'}