Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
View word page
παρακακόω
deranged

ShortDef

deranged

Debugging

Headword:
παρακακόω
Headword (normalized):
παρακακόω
Headword (normalized/stripped):
παρακακοω
IDX:
65590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65591
Key:

Data

{'content': 'deranged'}