Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
View word page
ἀναστόμωσις
outlet, opening

ShortDef

outlet, opening

Debugging

Headword:
ἀναστόμωσις
Headword (normalized):
ἀναστόμωσις
Headword (normalized/stripped):
αναστομωσις
IDX:
6558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6559
Key:

Data

{'content': 'outlet, opening'}