Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
View word page
παρακαίριος
unseasonable, ill-timed

ShortDef

unseasonable, ill-timed

Debugging

Headword:
παρακαίριος
Headword (normalized):
παρακαίριος
Headword (normalized/stripped):
παρακαιριος
IDX:
65587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65588
Key:

Data

{'content': 'unseasonable, ill-timed'}