Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
View word page
παρακάθημαι
to be seated beside

ShortDef

to be seated beside

Debugging

Headword:
παρακάθημαι
Headword (normalized):
παρακάθημαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαθημαι
IDX:
65581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65582
Key:

Data

{'content': 'to be seated beside'}