Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
View word page
παρακαθεύδω
sleep beside
ShortDef
sleep beside
Debugging
Headword:
παρακαθεύδω
Headword (normalized):
παρακαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
παρακαθευδω
IDX:
65580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65581
Key:
Data
{'content': 'sleep beside'}