Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
View word page
παρακαθάπτω
fasten, hang by the side

ShortDef

fasten, hang by the side

Debugging

Headword:
παρακαθάπτω
Headword (normalized):
παρακαθάπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακαθαπτω
IDX:
65579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65580
Key:

Data

{'content': 'fasten, hang by the side'}